Οποιοσδήποτε έχει προσπαθήσει να διασχίσει το κέντρο του Άμστερνταμ με αυτοκίνητο το γνωρίζει από πρώτο χέρι. Για όσους δεν το γνωρίζουν, να πούμε πως η μεγαλύτερη πόλη της Ολλανδίας απλά ανήκει στους ποδηλάτες. Ορδές ποδηλατών, μέσα στους δρόμους, βιαστικοί, χωρίς να τους ενοχλούν οι κανόνες κυκλοφορίας κάνουν τους οδηγούς να μοιάζουν ανήμποροι να κινηθούν αξιοπρεπώς ανάμεσα στον μεγάλο όγκο ποδηλάτων που κυκλοφορούν.
Οι ποδηλάτες κυριαρχούν στο Άμστερνταμ, όπου όμως έχουν γίνει πολλές και μεγάλες προσπάθειες για την σωστή κυκλοφορία τους. Η πόλη είναι εξοπλισμένη με ένα περίπλοκο δίκτυο ποδηλατόδρομων, τόσο άνετο και ασφαλές που μέχρι μικρά παιδιά και ηλικιωμένοι μπορούν να κυκλοφορούν με το ποδήλατο τους. Δεν είναι βέβαια μόνο το Άμστερνταμ που έχει μεγάλο και ασφαλές δίκτυο ποδηλατόδρομων. Παρόμοιο δίκτυο, υπάρχει σε όλες τις ολλανδικές πόλεις.
Μπορεί για τους Ολλανδούς το δίκτυο ποδηλατόδρομων να είναι κάτι δεδομένο, αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο ρόδινα. Κάπου στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, οι ποδηλάτες βρίσκονταν υπό σοβαρή απειλή εξαφάνισης, από τον ολοένα και αυξανόμενο αριθμό αυτοκινήτων. Το Άμστερνταμ έγινε αυτό που είναι σήμερα, η ποδηλατική δηλαδή πρωτεύουσα του κόσμου (μαζί ίσως με την Κοπεγχάγη), λόγω του έντονου ακτιβισμού και μια σειρά σημαντικών γεγονότων.
Στην αρχή του 20ου αιώνα, τα αυτοκίνητα ήταν πολύ λιγότερα από τα ποδήλατα, τα οποία θεωρούνταν ένα πολύ σεβαστό μέσο μεταφοράς, τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Όταν όμως, μετά τον πόλεμο η οικονομία της Ολλανδίας άρχισε να ανακάμπτει, όλο και περισσότεροι άνθρωποι είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν αυτοκίνητο, ενώ από την άλλη η αστική χάραξη γινόταν βάση της χρήσης του αυτοκινήτου ως βασικού μέσου μετακίνησης. Ολόκληρες γειτονιές του Άμστερνταμ καταστράφηκαν για να δημιουργηθούν δρόμοι για τα αυτοκίνητα. Η χρήση των ποδηλάτων μειωνόταν κατά 6% κάθε χρόνο και η γενική ιδέα ήταν πως τα ποδήλατα θα εξαφανίζονταν εντελώς από τον χάρτη, ως μέσο μετακίνησης.
Βέβαια, η ολοένα και αυξανόμενη κίνηση αυτοκινήτων είχε και το τίμημά της. Ο αριθμός θυμάτων από τροχαία ατυχήματα ανήλθε στις 3300 το 1971, ενώ περισσότερα από 400 παιδιά είχαν σκοτωθεί σε κάποιο τροχαίο δυστύχημα εκείνη την χρονιά. Αυτή η κολοσσιαία απώλεια ζωών, οδήγησε σε διαμαρτυρίες από διάφορες ομάδες δράσης, από τις οποίες είχε ξεχωρίσει η Stop de Kindermoord (που σημαίνει: “σταματήστε τις δολοφονίες παιδιών”). Πρώτος πρόεδρος αυτής της ομάδας, ήταν η πρώην Ευρωβουλευτής Maartje van Putten.
Η Ευρωβουλευτής θυμάται: “Ήμουν μια νεαρή μητέρα που ζούσε στο Άμστερνταμ και είχα δει πολλά τροχαία ατυχήματα στην γειτονιά μου, όπου πολλά παιδιά είχαν τραυματιστεί. Θυμάμαι που έβλεπα μέρη της πόλης να κατεδαφίζονται για να περάσουν οι δρόμοι και ήμουν πολύ ταραγμένη για τις αλλαγές που γίνονταν στην κοίνωνία. Επηρέαζαν τις ζωές μας. Ο δρόμοι δεν άνηκαν πλέον στους ανθρώπους που ζούσαν εκεί, αλλά στην τεράστια ροή των οχημάτων. Αυτό με εξόργιζε”.
Η δεκαετία του 1970 ήταν η κατάλληλη στιγμή για να είσαι θυμωμένος στην Ολλανδία. Ο ακτιβισμός και η πολιτική ανυπακοή ήταν ανεξέλεκτη. Η Stop de Kindermoord αναπτύχθηκε ραγδαία και τα μέλη της πραγματοποιούσαν διαδηλώσεις με ποδήλατο, έκαναν καταλήψεις σε σημεία δυστυχημάτων και οργάνωναν ημέρες όπου έκλειναν τους δρόμους για να παίζουν τα παιδιά με ασφάλεια. “Βάζαμε τραπεζάκια στους δρόμους και κάναμε τεράστια πάρτυ. Το αστείο της υπόθεσης είναι πως η αστυνομία μας βοηθούσε.”
Η Van Putten, θυμάται πως την δεκαετία του ’70 οι ολλανδικές αρχές ήταν πολύ προσιτές. “Εμείς θέλαμε να πιούμε ένα τσάι με τους βουλευτές και πραγματικά άκουσαν ότι είχαμε να τους πούμε. Ποδηλατούσαμε με ένα γκρουπ ακτιβιστών και ένα μουσικό όργανο προς το σπίτι του τότε πρωθυπουργού, Joop den Uyl, τραγουδώντας τραγούδια που ζητούσαν την ασφάλεια των παιδιών. Δεν πήγαμε πιο μέσα από το χωλ, όπου βγήκε για να ακούσει τις εκκλήσεις μας”.
Σύντομα η Stop de Kindermoord, άρχισε να επιδοτείται από την ολλανδική κυβέρνηση και ίδρυσε την έδρα της σε ένα πρώην κατάστημα όπου άρχισε η ανάπτυξη ιδεών για ασφαλέστερο πολεοδομικό σχεδιασμό, η οποία κατέληξε στην woonerf. Ένα νέο είδος δρόμου, φιλικό προς τους ανθρώπους, με σαμαράκια ώστε να αναγκάζονται τα οχήματα να πηγαίνουν αργά. Την σήμερον ημέρα η woonerf, έχει βγει εκτός “μόδας” αλλά μπορεί να βρεθεί ακόμη σε πολλές πόλεις της Ολλανδίας.